ολόβολος

ολόβολος
η , ο цельный, монолитный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ολόβολος" в других словарях:

  • ολόβολος — η, ο (Μ) ὁλόβολος, ον) νεοελλ. ακέραιος, ολάκερος, μονοκόμματος μσν. (σε παιχνίδι) αυτός που ρίχνεται και χτυπά με επιτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + βόλος (< βάλλω), πρβλ. μονό βολος] …   Dictionary of Greek

  • Ολόβολος, Μανουήλ — (1240; – 1300;). Βυζαντινός συγγραφέας και ποιητής. Το 1261 έγινε ιδιαίτερος γραμματέας του αυτοκράτορα Μιχαήλ H’ Παλαιολόγου. Συμπαθούσε ωστόσο τη νόμιμη δυναστεία των Λασκάρεων και ο αυτοκράτορας, όταν το πληροφορήθηκε, διέταξε και του κόψανε… …   Dictionary of Greek

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»